- ὀπτίων
- ὀπτάωroastpres part act masc nom sg (epic doric ionic)ὀπτίωνoptiomasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπτίων — ὀπτίων, ωνος, ὁ (Α) 1. βοηθός 2. (στον στρατό) διάδοχος ή αντιπρόσωπος τού αρχηγού στρατιωτικής μονάδας, υπασπιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. optio, ōnis «συνεργός, σύμβουλος»] … Dictionary of Greek
ὀπτιόνων — ὀπτίων optio masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτίονα — ὀπτίων optio masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτίονας — ὀπτίων optio masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτίονες — ὀπτίων optio masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτίονος — ὀπτίων optio masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπτίων — ωνος, ὁ, Μ βοηθός υπασπιστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀπτίων «βοηθός, υπασπιστής»] … Dictionary of Greek